- θησαυρίζει
- θησαυρίζωstorepres ind mp 2nd sgθησαυρίζωstorepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θησαυρισμός — ο (Α θησαυρισμός) [θησαυρίζω] το να θησαυρίζει, να αποταμιεύει, να φυλάει κανείς κάτι, θησαύριση αρχ. διατήρηση, συγκράτηση («θησαυρισμὸς ὀσμῶν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
θησαυριστής — ο (Α θησαυριστής) [θησαυρίζω] αυτός που θησαυρίζει, που αποταμιεύει … Dictionary of Greek
θησαυριστής — ο αυτός που θησαυρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)